καμαντώ
(ρ.)
Αόρ.
καμάισα
[kaˈmaisa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kamamak = α) κλείνω β) κλειδώνω γ) μπαλώνω (THADS, λ. kamamak I).
Τυφλώνομαι
:
Αμά ντα μάτια τ' qαμάισαν
(Αλλά τα μάτια του τυφλώθηκαν)
Ουλαγ.
-Dawk.