καματερός
(επίθ.)
καματερός
[kamateˈros]
Γούρδ., Σινασσ.
καματερό
[kamateˈro]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ.
Από το αρχ. επίθ. καματηρός. Ο τύπ. καματερός μεσν.
Εργατικός, δουλευταράς
ό.π.τ.