ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμήλι (ουσ. ουδ.) καμήλι [kaˈmili] Φάρασ. καμήλ' [kaˈmil] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ. καμbήλ' [kamˈbil] Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. καμbέλ' [kamˈbel] Σεμέντρ. Πληθ. καμήλοι [kaˈmili] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. καμήλιον, υποκορ. του αρχ. κάμηλος. Ο τύπ. καμήλι μεσν.
Καμήλα ό.π.τ. : Ανομbρό πέρνασε ένα καμήλ' (Από μπρoστά πέρασε μία καμήλα) Αραβαν. -Dawk. Eχ' και τρία καμbήλια φορτωμένα (Έχει και τρεις καμήλες φορτωμένες) Φλογ. -Dawk. Τύλιψιν του απάν' δα καμbηλιού δα καμbούρις (Το τύλιξε επάνω στης καμήλας τις καμπούρες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γώ ’χασα σεράνdα καμήλοι (Εγώ έχασα σαράντα καμήλες) Φάρασ. -Dawk. Ἀλειψε το καμbήλ' κατράν' και έμασεν το μέσα στο εκκλησ̑ά (Ἀλειψε την καμήλα με κατράμι και την έμπασε μέσα στην εκκλησιά) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Ένα μέρα πήγαν πέιογλου τα καμbήλια να πιον νερό (Μια μέρα πήγαν οι καμήλες του γιού του μπέη να πιούν νερό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Τεού καμήλ' (Θεού καμήλα˙ ακρίδα) Γούρδ. -Καράμπ. Καμbηλιού τζ̑έρ' (Συκώτι καμήλας˙ ειρων. ο δειλός) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Το καμήλι γαφιάς τζ̑ο πίνει (Η καμήλα καφέ δεν πίνει˙ ας μην περιμένουμε πράγματα αφύσικα) Φάρασ. Συνών. ντεβέ