καμήλι
(ουσ. ουδ.)
καμήλι
[kaˈmili]
Φάρασ.
καμήλ'
[kaˈmil]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ.
καμbήλ'
[kamˈbil]
Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
καμbέλ'
[kamˈbel]
Σεμέντρ.
Πληθ.
καμήλοι
[kaˈmili]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. καμήλιον, υποκορ. του αρχ. κάμηλος. Ο τύπ. καμήλι μεσν.
Καμήλα
ό.π.τ.
:
Ανομbρό πέρνασε ένα καμήλ'
(Από μπρoστά πέρασε μία καμήλα)
Αραβαν.
-Dawk.
Eχ' και τρία καμbήλια φορτωμένα
(Έχει και τρεις καμήλες φορτωμένες)
Φλογ.
-Dawk.
Τύλιψιν του απάν' δα καμbηλιού δα καμbούρις
(Το τύλιξε επάνω στης καμήλας τις καμπούρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γώ ’χασα σεράνdα καμήλοι
(Εγώ έχασα σαράντα καμήλες)
Φάρασ.
-Dawk.
Ἀλειψε το καμbήλ' κατράν' και έμασεν το μέσα στο εκκλησ̑ά
(Ἀλειψε την καμήλα με κατράμι και την έμπασε μέσα στην εκκλησιά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Ένα μέρα πήγαν πέιογλου τα καμbήλια να πιον νερό
(Μια μέρα πήγαν οι καμήλες του γιού του μπέη να πιούν νερό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Τεού καμήλ'
(Θεού καμήλα˙ ακρίδα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Καμbηλιού τζ̑έρ'
(Συκώτι καμήλας˙ ειρων. ο δειλός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Το καμήλι γαφιάς τζ̑ο πίνει
(Η καμήλα καφέ δεν πίνει˙ ας μην περιμένουμε πράγματα αφύσικα)
Φάρασ.
Συνών.
ντεβέ