καμηλόκκο
(ουσ. ουδ.)
καμηόκκο
[kamiˈoko]
Φάρασ.
καμηλόκου
[kamiˈloku]
Φάρασ.
Από το ουσ. καμήλι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
καμήλι
Καμηλάκι
:
|| Παροιμ.
Το καμηόκκο ’ξειά σο καμήλιν μπίσου
(Το καμηλάκι πέφτει πίσω από την καμήλα˙ το παιδί μιμείται τον γονιό του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.