ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμηλόκκο (ουσ. ουδ.) καμηόκκο [kamiˈoko] Φάρασ. καμηλόκου [kamiˈloku] Φάρασ. Από το ουσ. καμήλι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο. Πβ. καμήλι
Καμηλάκι : || Παροιμ. Το καμηόκκο ’ξειά σο καμήλιν μπίσου (Το καμηλάκι πέφτει πίσω από την καμήλα˙ το παιδί μιμείται τον γονιό του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Τροποποιήθηκε: 13/01/2025