καμμουτσάω
(ρ.)
καμμουτσάου
[kamuˈtsau]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
καμμούdζησα
[kaˈmudzisa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. καμμυτσίζω (LBG, λ. καμμυτζίζω, Kριαράς, λ. καμμυτσουρίζω) < μεσν. επίθ. καμμύτσης (για το οπ. βλ. Georgakas 1982: 59-60) < αρχ. ρ. καμμύω.
Μτβ., κλείνω, για μάτια
Φάρασ.
:
Πώς με καμμουτσάτε τα φτάλμε σας;
(Γιατί μου κλείνετε το μάτι;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
καμμώνω
β.
Αμτβ., για ματια, κλείνω
ό.π.τ.
:
Ζάιρ τα φτάλμε του χαμήωσαν τζαι καμμούdζησαν
(Τα μάτια τους, βέβαια, χαμήλωσαν και έκλεισαν = %iΜατθ.%i 26.43 Ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι
)
Φάρασ.
-Lag.
Καμμουτσά τα φτάλμα του, ήρτινι ο ύπνους του
(Κλείνουν τα μάτια της, αποκοιμήθηκε
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
γ.
Κάνω πως δεν βλέπω, παραβλέπω
ό.π.τ.