ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμι (επίθ.) κ͑άμι [ˈkʰami] Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. κάμι [ˈkami] Φάρασ. κάμε [ˈkame] Φάρασ. κιάμ' [cam] Μισθ. κ͑έμι [ˈkʰemi] Αφσάρ. Από το τουρκ. επιθ. kem = α) κακός β) ελλιπής.
1. Κακός ό.π.τ. : Αdζ̑είνο έν' κάμι (Εκείνο είναι κακό) Φάρασ. -Dawk. Δέβου 'ς όργο σου, μη βρίσω αν κ͑άμι βρισία (Πήγαινε στην δουλειά σου, μη βρίσω καμιά κακή βρισιά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Έσει κάμι γάλμπιν πάνου σου (Έχει κακή πρόθεση απέναντί σου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Σήμουρου είδα αν κάμι ύπνους (Σήμερα είδα ένα κακό όνειρο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Το κ͑άμι ή ναίκα καμναίνει την Τζ̑ερετσ̑ή (Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή˙ Η ανεπρόκοπη γυναίκα δουλεύει την μέρα που είναι αμαρτία να δουλεύεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Άσχημος Μισθ.
3. Δύσκολος Φάρασ. : || Παροιμ. Το κάμι το ζενεχα̈́τι έν' ο ταμbουράς· μάθε τα τσ̑αι κρέμασ' τα 'ς α γωνία (Η πιο δύσκολη τέχνη είναι ο ταμπουράς· μάθε τον και κρέμασέ τον σε μιά γωνία˙ Η γνώση μιας οποιασδήποτε τέχνης μπορεί να μας φανεί απαραίτητη στην ζωή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
4. Ως ουσ., κακία, δυστροπία Σινασσ. : Το κάμι τ' δεν τραβιέται (Η δυστροπία του είναι ανυπόφορη) Σινασσ. -Αρχέλ.