κάμι
(επίθ.)
κ͑άμι
[ˈkʰami]
Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
κάμι
[ˈkami]
Φάρασ.
κάμε
[ˈkame]
Φάρασ.
κιάμ'
[cam]
Μισθ.
κ͑έμι
[ˈkʰemi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επιθ. kem = α) κακός β) ελλιπής.
1. Κακός
ό.π.τ.
:
Αdζ̑είνο έν' κάμι
(Εκείνο είναι κακό)
Φάρασ.
-Dawk.
Δέβου 'ς όργο σου, μη βρίσω αν κ͑άμι βρισία
(Πήγαινε στην δουλειά σου, μη βρίσω καμιά κακή βρισιά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έσει κάμι γάλμπιν πάνου σου
(Έχει κακή πρόθεση απέναντί σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σήμουρου είδα αν κάμι ύπνους
(Σήμερα είδα ένα κακό όνειρο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Το κ͑άμι ή ναίκα καμναίνει την Τζ̑ερετσ̑ή
(Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή˙ Η ανεπρόκοπη γυναίκα δουλεύει την μέρα που είναι αμαρτία να δουλεύεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Άσχημος
Μισθ.
3. Δύσκολος
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το κάμι το ζενεχα̈́τι έν' ο ταμbουράς· μάθε τα τσ̑αι κρέμασ' τα 'ς α γωνία
(Η πιο δύσκολη τέχνη είναι ο ταμπουράς· μάθε τον και κρέμασέ τον σε μιά γωνία˙ Η γνώση μιας οποιασδήποτε τέχνης μπορεί να μας φανεί απαραίτητη στην ζωή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
4. Ως ουσ., κακία, δυστροπία
Σινασσ.
:
Το κάμι τ' δεν τραβιέται
(Η δυστροπία του είναι ανυπόφορη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.