καματίζω
(ρ.)
καματσ̑ίζω
[kamaˈtʃizo]
Αραβαν.
Από το ουσ. καματός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Προσλαμβάνω εργάτες με ημερομίσθιο