καμαρώνω
(ρ.)
καμαρώνω
[kamaˈrono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
καμαρώνου
[kamaˈronu]
Μαλακ., Μισθ.
Παρατατ.
καμάρωνα
[kaˈmarona]
Ανακ., Σίλατ., Φλογ.
καμάρουνα
[kaˈmaruna]
Μισθ.
Μτχ. Θηλ.
καμαρωμένη
[kamaroˈmeni]
Σίλατ.
Μεσν. ρ. καμαρώνω = κυρτώνω τον τράχηλο (< μεταγν. ρ. καμαρόω-ῶ).
1. Νυστάζω
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
:
Σ̑ήκω κοιμήχ', με καμαρώνεις και κείσαι
(Πήγαινε κοιμήσου, μη νυστάζεις συνεχώς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
β.
Λαγοκοιμάμαι
Αξ., Μισθ.
:
Πάππους καμάρουνι αλλά εκείνου χιώρεινι ντ’ όργου του
(Ο παππούς λαγοκοιμόταν αλλά εκείνος έκανε την δουλειά του
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Βάζω σε κάποιον τα καλά του ρούχα ή την αρμόζουσα ενδυμασία, καλλωπίζω
Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
:
νύφη καμαρωμένη
(νύφη στολισμένη)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Ετό ναίκα φόρεινεν, καμάρωνεν και τράνανεν σο αϊνά
(Αυτή η γυναίκα ντυνόταν, στολιζόταν και κοιταζόταν στον καθρέφτη)
Σίλατ.
-Dawk.
Το κιαλι̂́νqι̂ζα φόρ'νεν, καμάρωνεν το
(Την νύφη την έντυναν και την στόλιζαν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Φόρεσε και καμάρωσε εννιά καστρών αηφόρι
κι έλα να πάμ’ στη μάνα μου, η μάνα μ’ σε γκυρεύει
(Ντύσου και βάλε τα καλά σου, εννιά πόλεων φορεσιάκι έλα να πάμε στην μάνα μου, η μάνα μου σε γυρεύει) Σινασσ. -Αρχέλ.
κι έλα να πάμ’ στη μάνα μου, η μάνα μ’ σε γκυρεύει
(Ντύσου και βάλε τα καλά σου, εννιά πόλεων φορεσιάκι έλα να πάμε στην μάνα μου, η μάνα μου σε γυρεύει) Σινασσ. -Αρχέλ.
3. Καμαρώνω
Ανακ.
:
Καμάρωνεν παπάς μου
(Καμάρωνε ο πατέρας μου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Επιδεικνύομαι
Σινασσ.