ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμαρώνω (ρ.) καμαρώνω [kamaˈrono] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. καμαρώνου [kamaˈronu] Μαλακ., Μισθ. Παρατατ. καμάρωνα [kaˈmarona] Ανακ., Σίλατ., Φλογ. καμάρουνα [kaˈmaruna] Μισθ. Μτχ. Θηλ. καμαρωμένη [kamaroˈmeni] Σίλατ. Μεσν. ρ. καμαρώνω = κυρτώνω τον τράχηλο (< μεταγν. ρ. καμαρόω-ῶ).
1. Νυστάζω Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. : Σ̑ήκω κοιμήχ', με καμαρώνεις και κείσαι (Πήγαινε κοιμήσου, μη νυστάζεις συνεχώς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
β. Λαγοκοιμάμαι Αξ., Μισθ. : Πάππους καμάρουνι αλλά εκείνου χιώρεινι ντ’ όργου του (Ο παππούς λαγοκοιμόταν αλλά εκείνος έκανε την δουλειά του ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Βάζω σε κάποιον τα καλά του ρούχα ή την αρμόζουσα ενδυμασία, καλλωπίζω Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. : νύφη καμαρωμένη (νύφη στολισμένη) Σίλατ. -Φαρασόπ. Ετό ναίκα φόρεινεν, καμάρωνεν και τράνανεν σο αϊνά (Αυτή η γυναίκα ντυνόταν, στολιζόταν και κοιταζόταν στον καθρέφτη) Σίλατ. -Dawk. Το κιαλι̂́νqι̂ζα φόρ'νεν, καμάρωνεν το (Την νύφη την έντυναν και την στόλιζαν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Φόρεσε και καμάρωσε εννιά καστρών αηφόρι
κι έλα να πάμ’ στη μάνα μου, η μάνα μ’ σε γκυρεύει
(Ντύσου και βάλε τα καλά σου, εννιά πόλεων φορεσιάκι έλα να πάμε στην μάνα μου, η μάνα μου σε γυρεύει) Σινασσ. -Αρχέλ.
3. Καμαρώνω Ανακ. : Καμάρωνεν παπάς μου (Καμάρωνε ο πατέρας μου) Ανακ. -Κωστ.Α.
β. Επιδεικνύομαι Σινασσ.