καμαρολίθαρο
(ουσ. ουδ.)
καμαρόλ'τερο
[kamaˈroltero]
Φλογ.
Πληθ.
καμαρόθιαρα
[kamaˈroθçara]
Ποτάμ.
καμαροτ͑έρια
[kamaroˈtʰerʝa]
Αξ.
Από τα ουσ. καμάρα και λιθάρι, όπου και τύπ. 'τέρ'.
Πβ.
καλαμπολίθαρο