καλώ
(ρ.)
καλώ
[kaˈlo]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
καλαίνω
[kaˈleno]
Αραβαν., Φερτάκ.
Αόρ.
κάλισα
[ˈkalisa]
Σίλ.
κάλ'σα
[ˈkalsa]
Αραβαν., Σίλατ.
κάλτσα
[ˈkaltsa]
Μισθ.
Παθ. Μτχ.
καλεσμένο
[kaleˈzmeno]
Αξ., Φλογ.
καλισμένους
[kaliˈzmenus]
Σίλ.
καλισμένου
[kaliˈzmenu]
Μισθ.
Aρχ. ρ. καλῶ. Ο τύπ. καλαίνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Καλώ, προσκαλώ, ιδίως σε γάμο ή βάπτιση
ό.π.τ.
:
Σε τουν καλέσουμι 'ς του γάμου
(Θα τον καλέσουμε στον γάμο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Καλούμ' σας σου γάμους
(Σας καλούμε στον γάμο)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Μαρίας του γάμους, λέω να καλέσου δου νταή μ'
(Στον γάμο της Μαρίας λέω να καλέσω τον θείο μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ετό ιμάμης καλαίν’ και το χόdζα
(Αυτός ο ιμάμης καλεί και τον χότζα)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 638
Καλισμένους 'μου
(Είμαι καλεσμένος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'ς τ' εμέτ' το σπίτ' ήβ'ραμε και ένα περπέρης να ξουρίσ̑' τα καλεσμένα, να ξουρίσ̑' και το γαμπρό
(Στο δικό μας το σπίτι φέραμε και έναν μπαρμπέρη να ξυρίσει του καλεσμένους, να ξυρίσει και το γαμπρό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Το καλεσμένο κόσμος χιαγμάσ̑τεν
(Οι καλεσμένοι απόρησαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.