ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλούτσικανας (επίρρ.) καλούτσικανας [kaˈlutsikanas] Σίλ. καλούσ̑κανας [kaˈluʃkanas] Σίλ. Aπό το επίρρ. καλούτσικα και το παραγωγ. επίθμ. -νας, πβ. αψούτσικα > αψούτσικανας.
Πολύ καλά : Καλούτσικανας κοπανούν ντoy, ως να πεσάν̑ει (Τον δέρνουν πολύ γερά, μέχρι να πεθάνει) Σίλ. -Dawk.JHS ’γώ κι γίστζησα, καλούσ̑κανας κοπάνισα του, τσάκουσα κι ένα ξύλου απάνου του (Εγώ, που λες, θύμωσα, τον έδειρα για τα καλά, έσπασα ένα ξύλο απάνω του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ4 Συνών. ζόρια :3, καλά, καλούτσικα :2