καλούτσικανας
(επίρρ.)
καλούτσικανας
[kaˈlutsikanas]
Σίλ.
καλούσ̑κανας
[kaˈluʃkanas]
Σίλ.
Aπό το επίρρ. καλούτσικα και το παραγωγ. επίθμ. -νας, πβ. αψούτσικα > αψούτσικανας.
Πολύ καλά
:
Καλούτσικανας κοπανούν ντoy, ως να πεσάν̑ει
(Τον δέρνουν πολύ γερά, μέχρι να πεθάνει)
Σίλ.
-Dawk.JHS
’γώ κι γίστζησα, καλούσ̑κανας κοπάνισα του, τσάκουσα κι ένα ξύλου απάνου του
(Εγώ, που λες, θύμωσα, τον έδειρα για τα καλά, έσπασα ένα ξύλο απάνω του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ4
Συνών.
ζόρια :3, καλά, καλούτσικα :2