καλολίκι
(ουσ. ουδ.)
καλολούχ'
[kaloˈlux]
Αραβαν.
Από το επίθ. καλός και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι. Η λ. ως απόδοση του τουρκ. ουσ. iyilik = καλοσύνη, υγεία. Βλ. και λ. εϊλίκι.
Πβ.
κιοτουλούκι