ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοτουλούκι (ουσ. ουδ.) κιöτϋλΰκ' [cøtyˈlyc] Ουλαγ. κιӧτϋλΰχ' [cøtyˈlyx] Αραβαν. κιοτολούκι [cotuˈluci] Φάρασ. κ͑oτ͑ουλούκι [kʰotʰuˈluci] Φάρασ. κοτιλίκ' [kotiˈlik] Αξ. Πληθ. κϋτϋλΰα [kytyˈlya] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kötülük = κακό. Πβ. καλολίκι
Κακό, κακή πράξη ό.π.τ. : Τεμέκ͑, μη ’υρεύ’ καοσύνη τσάπου φτένεις κιοτουλούκι (Δηλαδή, μη ζητάς καλοσύνη εκεί όπου έκανες κακό) Φάρασ. -Παπαδ. Ιμιάς με χιωρήσωμ’ κιöτϋλΰκ' (Ας μη δούμε ποτε κακό) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γιουκούν̑ν̑ει ότσ̑ι γιάβλουροι λαλούσ̑ι το λάσκαρή τους τσ̑ονgιάν ποίκασ̑ι κϋτϋλΰα (Ακούει ότι διάβολοι λένε στον δάσκαλό τους όσες κακές πράξεις έκαναν) Σίλ. -Dawk.JHS Ό,τ͑ις σ̑άν’ κοτιλίκ’ αργά-αψά ηυρίσ̑κ’ τα (Όποιος κάνει κακό αργά ή γρήγορα το βρίσκει μπροστά του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. κιοτισύνη