κιοτουλούκι
(ουσ. ουδ.)
κιöτϋλΰκ'
[cøtyˈlyc]
Ουλαγ.
κιӧτϋλΰχ'
[cøtyˈlyx]
Αραβαν.
κιοτολούκι
[cotuˈluci]
Φάρασ.
κ͑oτ͑ουλούκι
[kʰotʰuˈluci]
Φάρασ.
κοτιλίκ'
[kotiˈlik]
Αξ.
Πληθ.
κϋτϋλΰα
[kytyˈlya]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kötülük = κακό.
Πβ.
καλολίκι
Κακό, κακή πράξη
ό.π.τ.
:
Τεμέκ͑, μη ’υρεύ’ καοσύνη τσάπου φτένεις κιοτουλούκι
(Δηλαδή, μη ζητάς καλοσύνη εκεί όπου έκανες κακό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ιμιάς με χιωρήσωμ’ κιöτϋλΰκ'
(Ας μη δούμε ποτε κακό)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γιουκούν̑ν̑ει ότσ̑ι γιάβλουροι λαλούσ̑ι το λάσκαρή τους τσ̑ονgιάν ποίκασ̑ι κϋτϋλΰα
(Ακούει ότι διάβολοι λένε στον δάσκαλό τους όσες κακές πράξεις έκαναν)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Ό,τ͑ις σ̑άν’ κοτιλίκ’ αργά-αψά ηυρίσ̑κ’ τα
(Όποιος κάνει κακό αργά ή γρήγορα το βρίσκει μπροστά του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κιοτισύνη