ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιούπι (ουσ. ουδ.) κιούπ' [cup] Αξ., Μισθ., Φερτάκ., Φλογ. κ͑ούπ' [kʰuˈp] Ποτάμ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. küp, όπου και διαλεκτ. τύπ. kup.
Κιούπι, δοχείο αποθήκευσης υγρών ό.π.τ. : Τα τσίπρια τα βάζαν σε κ͑ούπια (Τα τσίπουρα τα έβαζαν σε κιούπια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 Γιόμουναν κρασιά εκείνα α κιούπια (Γεμίζαν κρασιά εκείνα τα κιούπια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Βάλλισκαμ' και σα κιούπια κρασί (Βάζαμε και στα κιούπια κρασί) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γιόμω το κιούπ' (Γέμισε το πιθάρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. παγρί, πιθάρι