ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιουπετζίκ (ουσ. ουδ.) κιουπετζίκ [cupeˈdzik] Ουλαγ. κουπετζίκ [kupeˈdzik] Ανακ., Σινασσ. κ͑ουπετζίκ [kʰupeˈdzik] Ανακ. κοπεdζ̑ίκ [kopeˈdʒik] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. küpecik, όπου και τύπ. küpçük, küpecük =μικρό δοχείο (TSS, λ. küpecik (küpçük, küpecük)).
Πήλινο δοχείο σαν υδρία ό.π.τ. : Nτα κόβλα γκαϊνατ-τούμ’ ντα ένα κιουπετζίκ μέσα, ντο στόμα τ' ντεν τ' αρμόνωμ' (Τα κόλλυβα τα βράζουμε μέσα σε ένα κιούπι, το στόμιό του δεν το κλείνουμε) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.