κιούφι
(ουσ. ουδ.)
κιούφ'
[cuf]
Μισθ.
κ͑ούφι
[ˈkʰufi]
Φάρασ.
κούφ'
[kuf]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. küf = μούχλα.