κιπκιρμιζί
(επίθ.)
qι̂πqι̂ρμιζί
[qɯpqɯrmiˈzi]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίθ. kıpkırmızı = κατακόκκινος.
Κατακόκκινος
Αραβαν.
:
Mπατίρ'σεν ντο σο λερό μέσα, και έν'νε qι̂πqι̂ρμιζί
(Την βούτηξε μέσα στο νερό και έγινε κατακόκκινη)
Αραβαν.
-Dawk.
Συνών.
αληθινούτσικος :1