ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιπκιρμιζί (επίθ.) qι̂πqι̂ρμιζί [qɯpqɯrmiˈzi] Αραβαν. Από το τουρκ. επίθ. kıpkırmızı = κατακόκκινος.
Κατακόκκινος Αραβαν. : Mπατίρ'σεν ντο σο λερό μέσα, και έν'νε qι̂πqι̂ρμιζί (Την βούτηξε μέσα στο νερό και έγινε κατακόκκινη) Αραβαν. -Dawk. Συνών. αληθινούτσικος :1