κιρά
(ουσ. ουδ.)
κιρά
[ciˈra]
Μαλακ., Φλογ.
κιράς
[ciˈras]
Τζαλ.
κιρί
[ciˈri]
Φάρασ.
κεράν
[ceˈran]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kira = α) ενοίκιο β) ενοικίαση. O τύπ. κιρί πιθ. με επίδρ. του τουρκ. ουσ. kiri = πουλάρι.
1. Ενοίκιο
Μαλακ.
2. Αγώγι, μεταφορικά, ναύλα
Σίλ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Κεράν του ’γώ ούλου ρώκα τα
(To αγώι του το πλήρωσα όλο εγώ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Φρ.
Σο στόμα σου κιρί 'α δώσ'; Κάdζεπ'!
(Στο στόμα σου αγώγι θα δώσεις; Μίλα!˙ Προτροπή σε κάποιον για να μιλήσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.