ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρά (ουσ. ουδ.) κιρά [ciˈra] Μαλακ., Φλογ. κιράς [ciˈras] Τζαλ. κιρί [ciˈri] Φάρασ. κεράν [ceˈran] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kira = α) ενοίκιο β) ενοικίαση. O τύπ. κιρί πιθ. με επίδρ. του τουρκ. ουσ. kiri = πουλάρι.
1. Ενοίκιο Μαλακ.
2. Αγώγι, μεταφορικά, ναύλα Σίλ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ. : Κεράν του ’γώ ούλου ρώκα τα (To αγώι του το πλήρωσα όλο εγώ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Φρ. Σο στόμα σου κιρί 'α δώσ'; Κάdζεπ'! (Στο στόμα σου αγώγι θα δώσεις; Μίλα!˙ Προτροπή σε κάποιον για να μιλήσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.