ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιουτούκι (ουσ. ουδ.) κϋτΰκ’ [cyˈtyk] Ουλαγ., Τελμ. κιουτούτσ' [cuˈtuts] Μισθ. κουτούκι [kuˈtuci] Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. κ͑ουτούκ' [kʰuˈtuk] Ανακ. κουτίκ' [kuˈtik] Φλογ. Πληθ. κϋτΰκια [kyˈtyca] Ουλαγ. κουτούκε [kuˈtuce] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kütük = α) κούτσουρο β) ξύλο γ) μητρώο, το οπ. απώτερης ελλ. αρχής από το αρχ. κῶδιξ (Nişanyan 2002-2022: λ. kütük).
1. Κούτσουρο, καυσόξυλο ό.π.τ. : Bά τ’ παίνισ̑γκε ντα κϋτΰκια (Ο πατέρας τους συνήθιζε να πηγαίνει για ξύλα) Ουλαγ. -Dawk. Ασ' το Κισ̑λά φέρισ̑καμ' καλά κουτούκια (Από το Κισλά φέρναμε καλά κούτσουρα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ190α Σαμού βράδυνε, ’στέρου είδεν ντι κι ξείλ’σαν λιέγα κουτούκε (Όταν βράδυασε, είδε πως είχαν πέσει μερικά κούτσουρα, ενν. από την φωτιά) Φάρασ. -Dawk. Ξύλα κουτίκια (Ξύλα κούτσουρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Κουτούκι να βγείς! (Να βγεις ξύλο από τον τάφο˙ αρά, να μην λιώσει το πτώμα σου) Σινασσ. -Αρχέλ. Κöρ κϋτΰκ’ (Τυφλός σαν κούτσουρο˙ Τύφλα στο μεθύσι < τουρκ. φρ. kör kütük sarhoş) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το σ̑έλι τάϊμα κουτούκε τζ̑ο φερίνει (Το ρέμα δεν φέρνει πάντα κούτσουρα˙ οι ευκαιρίες δεν εμφανίζονται πάντα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιακατζάκι :1, κάψιμο, ξύλο
2. Ξύλινη επιφάνεια κοπής ξύλων, κρεάτος κ.τ.ο. Μισθ. : Τσ̑άκουναμ’ ντα ξύλα σου κιουτούτσ’ απάν’ (Σκίζαμε τα ξύλα πάνω στο κούτσουρο) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Μτφ., γεροντοπαλλήκαρο ή χήρος, χωρίς οικογένεια Μισθ. : 'πόμειν' κιουτιούτσ' (Έμεινε ανύπαντρος) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γαρτλαμούς
4. Μτφ., αμόρφωτος, ξύλο απελέκητο Φάρασ. Συνών. γαλάς, ξόγανο, παγκλάβι
5. Μητρώο, κατάστιχο Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ. : Ντίνεις το πολλά παράγια… γιαζντά σε όζαμαν ντο κϋτΰκ (Του δίνεις πολλά χρήματα… και τότε σε γράφει στο κατάστιχο) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.