κιουτούκι
(ουσ. ουδ.)
κϋτΰκ’
[cyˈtyk]
Ουλαγ., Τελμ.
κιουτούτσ'
[cuˈtuts]
Μισθ.
κουτούκι
[kuˈtuci]
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
κ͑ουτούκ'
[kʰuˈtuk]
Ανακ.
κουτίκ'
[kuˈtik]
Φλογ.
Πληθ.
κϋτΰκια
[kyˈtyca]
Ουλαγ.
κουτούκε
[kuˈtuce]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kütük = α) κούτσουρο β) ξύλο γ) μητρώο, το οπ. απώτερης ελλ. αρχής από το αρχ. κῶδιξ (Nişanyan 2002-2022: λ. kütük).
1. Κούτσουρο, καυσόξυλο
ό.π.τ.
:
Bά τ’ παίνισ̑γκε ντα κϋτΰκια
(Ο πατέρας τους συνήθιζε να πηγαίνει για ξύλα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ασ' το Κισ̑λά φέρισ̑καμ' καλά κουτούκια
(Από το Κισλά φέρναμε καλά κούτσουρα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Σαμού βράδυνε, ’στέρου είδεν ντι κι ξείλ’σαν λιέγα κουτούκε
(Όταν βράδυασε, είδε πως είχαν πέσει μερικά κούτσουρα, ενν. από την φωτιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ξύλα κουτίκια
(Ξύλα κούτσουρα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Κουτούκι να βγείς!
(Να βγεις ξύλο από τον τάφο˙ αρά, να μην λιώσει το πτώμα σου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κöρ κϋτΰκ’
(Τυφλός σαν κούτσουρο˙ Τύφλα στο μεθύσι < τουρκ. φρ. kör kütük sarhoş)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το σ̑έλι τάϊμα κουτούκε τζ̑ο φερίνει
(Το ρέμα δεν φέρνει πάντα κούτσουρα˙ οι ευκαιρίες δεν εμφανίζονται πάντα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιακατζάκι :1, κάψιμο, ξύλο
2. Ξύλινη επιφάνεια κοπής ξύλων, κρεάτος κ.τ.ο.
Μισθ.
:
Τσ̑άκουναμ’ ντα ξύλα σου κιουτούτσ’ απάν’
(Σκίζαμε τα ξύλα πάνω στο κούτσουρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Μτφ., γεροντοπαλλήκαρο ή χήρος, χωρίς οικογένεια
Μισθ.
:
'πόμειν' κιουτιούτσ'
(Έμεινε ανύπαντρος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γαρτλαμούς
5. Μητρώο, κατάστιχο
Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ντίνεις το πολλά παράγια… γιαζντά σε όζαμαν ντο κϋτΰκ
(Του δίνεις πολλά χρήματα… και τότε σε γράφει στο κατάστιχο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.