γιακατζάκι
(ουσ.)
γιακατζάκ'
[ʝakaˈdzak]
Μαλακ.
Πληθ.
γιακατζάqια
[ʝakaˈdzqʝa]
Μαλακ.
γιακατζ̑άχια
[ʝakaˈdʒaça]
Αξ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. yakacak = καύσιμη ύλη.