γιακατζάκι
(ουσ.)
γιακαdζάκ'
[ʝakaˈdzak]
Μαλακ.
γιακodζάκ'
[ʝakοˈdzak]
Αξ.
Πληθ.
γιακαdζάqια
[ʝakaˈdzqʝa]
Μαλακ.
γιακαdζάκια
[ʝakaˈdzaça]
Αξ.
γιακαdζ̑άχια
[ʝakaˈdʒaça]
Αξ., Φλογ.
γιακodζάχγια
[ʝakοˈdzaxʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. yakacak = καύσιμη ύλη.
Τροποποιήθηκε: 09/09/2025