ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακατζάκι (ουσ.) γιακαdζάκ' [ʝakaˈdzak] Μαλακ. Πληθ. γιακαdζάκγια [ʝakaˈdzakʝa] Μαλακ. γιακαdζ̑άχια [ʝakaˈdʒaça] Αξ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. yakacak = καύσιμη ύλη.
1. Στον πληθ., καυσόξυλα Αξ., Φλογ. : Πήγεν να φέρ' γιακαdζ̑άχια ασ' το γιαζι̂́ (Πήγε να φέρει καυσόξυλα από την ύπαιθρο) Αξ. -Dawk. Συνών. κάψιμο, κιουτούκι, ξύλο
2. Προσάναμμα Μαλακ. Συνών. τουτουρούχ