γιακατζάκι
(ουσ.)
γιακατζάκ'
[ʝakaˈdzak]
Μαλακ.
γιακoτζάκ'
[ʝakοˈdzak]
Αξ.
Πληθ.
γιακατζάqια
[ʝakaˈdzqʝa]
Μαλακ.
γιακατζάκια
[ʝakaˈdzaça]
Αξ.
γιακατζ̑άχια
[ʝakaˈdʒaça]
Αξ., Φλογ.
γιακoτζάχγια
[ʝakοˈdzaxʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. yakacak = καύσιμη ύλη.
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025