ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακατζάκι (ουσ.) γιακαdζάκ' [ʝakaˈdzak] Μαλακ. γιακodζάκ' [ʝakοˈdzak] Αξ. Πληθ. γιακαdζάqια [ʝakaˈdzqʝa] Μαλακ. γιακαdζάκια [ʝakaˈdzaça] Αξ. γιακαdζ̑άχια [ʝakaˈdʒaça] Αξ., Φλογ. γιακodζάχγια [ʝakοˈdzaxʝa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. yakacak = καύσιμη ύλη.
1. Στον πληθ., καυσόξυλα Αξ., Φλογ. : Πήγεν να φέρ' γιακαdζ̑άχια ασ' το γιαζι̂́ (Πήγε να φέρει καυσόξυλα από την ύπαιθρο) Αξ. -Dawk. Συνών. κάψιμο, κιουτούκι, ξύλο
2. Προσάναμμα Μαλακ. Συνών. τουτουρούχ
Τροποποιήθηκε: 09/09/2025