γιακίν
(επίρρ.)
γιακι̂́ν
[ʝaˈkɯn]
Αραβαν., Ουλαγ.
γιαχ̇ίνι
[ʝaˈxini]
Φάρασ.
γιαgούν
[ʝaˈgun]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. yakın = α) ως επίθ., κοντινός β) ως επίρρ., κοντά, όπου και διαλεκτ. τύπ. yahın.
2. Ως επίρρ., κοντά, κατά, προς
ό.π.τ.
:
Σο μισημέρι γιαχ̇ίνι
(Κοντά στο μεσημέρι)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
κοντά, ορθά