γιαλάκι
(ουσ. ουδ.)
γιαλάκ'
[ʝaˈlaxi]
Μισθ., Ουλαγ.
γιαλάτσ̑'
[ʝaˈlatʃ]
Μισθ.
γιαλάχ̇ι
[ʝaˈlaxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yalak = α) ποτίστρα β) γούρνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yalah.
2. Φάτνη
Ουλαγ.
:
Βαλιού ντο γιαλάκ' γένν'σε Πανάϊας
(Η Παναγία γέννησε στην φάτνη του βουβαλιού)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
κάπνη, παχνί