ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαλάκι (ουσ. ουδ.) γιαλάκ' [ʝaˈlaxi] Μισθ., Ουλαγ. γιαλάτσ̑' [ʝaˈlatʃ] Μισθ. γιαλάχ̇ι [ʝaˈlaxi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yalak = α) ποτίστρα β) γούρνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yalah.
1. Ποτίστρα ζώου Μισθ., Φάρασ. : || Φρ. Γιαλάχ̇ι τζ̑ό ’σ̑εις, το στσ̑υλί πα ν’dα ποίκ’; (Ποτίστρα δεν έχεις, το σκυλί τι να το κάνεις;˙ όταν κάποιος αρχίζει μιά δουλειά χωρίς να έχει τα απαραίτητα εφόδια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. λακκί, μουσλούκι :3, χαβούζι :2, χάφτ :2
2. Φάτνη Ουλαγ. : Βαλιού ντο γιαλάκ' γένν'σε Πανάιας (Η Παναγία γέννησε στην φάτνη του βουβαλιού) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κάπνη, παχνί
3. Κοίλωμα Μισθ. Συνών. τσουχούρι