κάπνη
(ουσ. θηλ.)
κάπνη
[ˈkapni]
Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Τσελτ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
κάπινη
[ˈkapini]
Σινασσ.
κάπιν'
[ˈkapin]
Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ.
κάπεν'
[ˈkapen]
Τσαρικ.
Ουδ.
καπνί
[kaˈpni]
Γούρδ., Τροχ.
κάπνο
[ˈkapno]
Φλογ.
καπ
[kap]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Τροχ.
Πληθ.
κάπνις
[ˈkapnis]
Μισθ.
κάπια
[ˈkapça]
Μαλακ.
Αρχ. ουσ. κάπνη (στην σημ. 1). Ο τύπ. κάπινη με ανάπτ. ευφων. φων. στο σύμπλ. [pn]. Ο τύπ. καπνί μεταπλάστηκε σε ουδ. με βάση την ομοιότητα της κατάλ. -η με κατάλ. ουδ. και κατόπιν τονίστηκε αναλογ. προς άλλα ουδ. σε -ί. Στον τύπ. κάπνο το -ο οφείλεται σε επίδρ. ουδ. σε -ο. Ο τύπ. καπ από το κάπνη, όταν μετά την αποβολή του τελικού [i] αποβλήθηκε και το τελικό πια [n], επειδή το σύμπλ. [pn] δεν ήταν ευκολοπρόφερτο στο τέλος της λέξης.
1. Οπή στην οροφή προκειμένου να φεύγει ο καπνός της φωτιάς και να μπαίνει φως, καπνοδόχος και φωταγωγός ταυτόχρονα
ό.π.τ.
:
Απάνω 'ς ένα κάπνη στέκεται ένα Τεού πουλί
(Πάνω σε μιά καπνοδόχο κάθεται ένα σπουργίτι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Κόνω τα ασ' το καπνί κάτω και ως ταχύ σαbαχντάν μη τα τρανάς
(Άδειάσε τα μέσα από την καπνοδόχο και μην τα κοιτάξεις μέχρι το πρωί)
Γούρδ.
-Dawk.
Το κουβάρ' ριφτ' το ασ' καπ στο καχούτον τ' εγέλφια τ' το σπίτ'
((Το πουλί) ρίχνει το κουβάρι μέσα από τον φεγγίτη του σπιτιού όπου καθόταν τα αδέλφια της (κοπέλας))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το παιδί ανέβεν σο δώμα· κούν'σεν χώματα σο κάπνο
(Το παιδί ανέβηκε στην στέγη· έρριξε χώματα μέσα στην τρύπα για τον καπνό)
Φλογ.
-Dawk.
'γνένdα του ένι αν κάπνη τζαι απιdζεί ήρτεν αν τσίκνα σο μυτίν του
(Αντίκρυ του ήταν μιά καπνοδόχος και από κει ήρθε μιά τσίκνα στην μύτη του)
Σατ.
-Παπαδ.
Κελλεριού το κάπνη
(Ο φωταγωγός του κελλαριού)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Ποντικός αν πέσ̑’ από κάπνη νίγεται εφτά παρτζάδια
(Ποντικός αν πέσει από το άνοιγμα της σκεπής γίνεται εφτά κομμάτια˙ λέγεται για τις πάμπτωχες οικογένειες που το σπίτι τους είναι εντελώς γυμνό, χωρίς καμία επίπλωση)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Γατι-έζω σε 'σ' το θύρι, έρτσ̑εσαι 'σ' γκάπνη· γατι-έζω σε 'σ' την γκάπνη, έρτσ̑εσαι 'σ' το θύρι
(Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο· σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα˙ για ανθρώπους που γίνονται πολύ φορτικοί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Αφήκα θύρες ανοιχτές και κάπνες σκεπασμένες
αφήκα και πενdόρφανα σε πένdε δρόμους μέσα
(Άφησα πόρτες ανοιχτες και καπνοδόχους σκεπασμένεςάφησα και πεντάρφανα μέσα στους πέντες δρόμους) Τελμ. -Αλεκτ.
αφήκα και πενdόρφανα σε πένdε δρόμους μέσα
(Άφησα πόρτες ανοιχτες και καπνοδόχους σκεπασμένεςάφησα και πεντάρφανα μέσα στους πέντες δρόμους) Τελμ. -Αλεκτ.
β.
(Μικρός) φεγγίτης (στο ψηλότερο μέρος του τοίχου ή στην οροφή)
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Το κουβάρ' ριφτ' το ασ' καπ στο καχούτον τ' εγέλφια τ' το σπίτ'
((Το πουλί) ρίχνει το κουβάρι μέσα από τον φεγγίτη του σπιτιού όπου καθόταν τα αδέλφια της (κοπέλας)
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Το φως ασ' σο κάπνη το θωρεί
(Το φως το βλέπει μόνο από το φεγγίτη
˙
Για όσους δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι λόγω φόρτου εργασίας)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Πονdικός αν πέσ̑’ από κάπνη, νίγεται εφτά παρτζάδια
(Πονdικός αν πέσει από το άνοιγμα της σκεπής, γίνεται εφτά κομμάτια
˙
λέγεται για τις πάμπτωχες οικογένειες που το σπίτι τους είναι εντελώς γυμνό, χωρίς καμία επίπλωση)
-ΚΕΕΛ 1361
γ.
Παράθυρο
Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
:
Κλείσε το κάπεν
(Κλείσε το παράθυρο
)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
δ.
Μτφ., μάτι
Μαλακ.
:
|| Φρ.
Τα κάπια μ’ μισερλέντ’σαν
(Τα μάτια μου έμειναν μισά
˙
μισοβλέπω, βλέπω αμυδρά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
2. Τζάκι, εστία
Ανακ., Δίλ., Σίλ., Φάρασ.
:
Διαβόλ’ ήρταν από το κάπιν’
(Οι διάβολοι μπήκαν από το τζάκι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
κουράς, μπουχαρί, οτζάκι, παρακαμίνα
3. Φάτνη, παχνί
Σίλ.
:
Τσ̑ην κάπνη απέσου σέκνεις νιούγου άσ̑υρου
(Μέσα στην φάτνη βάζεις λίγο άχυρο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γιαλάκι :2, παχνί
4. Καπνός
Αραβαν.
:
Το odά γομώρη κάπνη
(Το δωμάτιο γέμισε καπνό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.