ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάπνη (ουσ. θηλ.) κάπνη [ˈkapni] Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Τσελτ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. κάπινη [ˈkapini] Σινασσ. κάπιν' [ˈkapin] Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ. κάπεν' [ˈkapen] Τσαρικ. Ουδ. καπνί [kaˈpni] Γούρδ., Τροχ. κάπνο [ˈkapno] Φλογ. καπ [kap] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Τροχ. Πληθ. κάπνις [ˈkapnis] Μισθ. κάπια [ˈkapça] Μαλακ. Αρχ. ουσ. κάπνη (στην σημ. 1). Ο τύπ. κάπινη με ανάπτ. ευφων. φων. στο σύμπλ. [pn]. Ο τύπ. καπνί μεταπλάστηκε σε ουδ. με βάση την ομοιότητα της κατάλ. με κατάλ. ουδ. και κατόπιν τονίστηκε αναλογ. προς άλλα ουδ. σε . Στον τύπ. κάπνο το -ο οφείλεται σε επίδρ. ουδ. σε -ο. Ο τύπ. καπ από το κάπνη, όταν μετά την αποβολή του τελικού [i] αποβλήθηκε και το τελικό πια [n], επειδή το σύμπλ. [pn] δεν ήταν ευκολοπρόφερτο στο τέλος της λέξης.
1. Οπή στην οροφή προκειμένου να φεύγει ο καπνός της φωτιάς και να μπαίνει φως, καπνοδόχος και φωταγωγός ταυτόχρονα ό.π.τ. : Απάνω 'ς ένα κάπνη στέκεται ένα Τεού πουλί (Πάνω σε μιά καπνοδόχο κάθεται ένα σπουργίτι) Γούρδ. -Καράμπ. Κόνω τα ασ' το καπνί κάτω και ως ταχύ σαbαχντάν μη τα τρανάς (Άδειάσε τα μέσα από την καπνοδόχο και μην τα κοιτάξεις μέχρι το πρωί) Γούρδ. -Dawk. Το κουβάρ' ριφτ' το ασ' καπ στο καχούτον τ' εγέλφια τ' το σπίτ' ((Το πουλί) ρίχνει το κουβάρι μέσα από τον φεγγίτη του σπιτιού όπου καθόταν τα αδέλφια της (κοπέλας)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το παιδί ανέβεν σο δώμα· κούν'σεν χώματα σο κάπνο (Το παιδί ανέβηκε στην στέγη· έρριξε χώματα μέσα στην τρύπα για τον καπνό) Φλογ. -Dawk. 'γνένdα του ένι αν κάπνη τζαι απιdζεί ήρτεν αν τσίκνα σο μυτίν του (Αντίκρυ του ήταν μιά καπνοδόχος και από κει ήρθε μιά τσίκνα στην μύτη του) Σατ. -Παπαδ. Κελλεριού το κάπνη (Ο φωταγωγός του κελλαριού) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Ποντικός αν πέσ̑’ από κάπνη νίγεται εφτά παρτζάδια (Ποντικός αν πέσει από το άνοιγμα της σκεπής γίνεται εφτά κομμάτια˙ λέγεται για τις πάμπτωχες οικογένειες που το σπίτι τους είναι εντελώς γυμνό, χωρίς καμία επίπλωση) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Γατι-έζω σε 'σ' το θύρι, έρτσ̑εσαι 'σ' γκάπνη· γατι-έζω σε 'σ' την γκάπνη, έρτσ̑εσαι 'σ' το θύρι (Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο· σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα˙ για ανθρώπους που γίνονται πολύ φορτικοί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Αφήκα θύρες ανοιχτές και κάπνες σκεπασμένες
αφήκα και πενdόρφανα σε πένdε δρόμους μέσα
(Άφησα πόρτες ανοιχτες και καπνοδόχους σκεπασμένεςάφησα και πεντάρφανα μέσα στους πέντες δρόμους) Τελμ. -Αλεκτ.
β. (Μικρός) φεγγίτης (στο ψηλότερο μέρος του τοίχου ή στην οροφή) Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. : Το κουβάρ' ριφτ' το ασ' καπ στο καχούτον τ' εγέλφια τ' το σπίτ' ((Το πουλί) ρίχνει το κουβάρι μέσα από τον φεγγίτη του σπιτιού όπου καθόταν τα αδέλφια της (κοπέλας) ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Το φως ασ' σο κάπνη το θωρεί (Το φως το βλέπει μόνο από το φεγγίτη ˙ Για όσους δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι λόγω φόρτου εργασίας) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Πονdικός αν πέσ̑’ από κάπνη, νίγεται εφτά παρτζάδια (Πονdικός αν πέσει από το άνοιγμα της σκεπής, γίνεται εφτά κομμάτια ˙ λέγεται για τις πάμπτωχες οικογένειες που το σπίτι τους είναι εντελώς γυμνό, χωρίς καμία επίπλωση) -ΚΕΕΛ 1361
γ. Παράθυρο Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ. : Κλείσε το κάπεν (Κλείσε το παράθυρο ) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294
δ. Μτφ., μάτι Μαλακ. : || Φρ. Τα κάπια μ’ μισερλέντ’σαν (Τα μάτια μου έμειναν μισά ˙ μισοβλέπω, βλέπω αμυδρά) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Τζάκι, εστία Ανακ., Δίλ., Σίλ., Φάρασ. : Διαβόλ’ ήρταν από το κάπιν’ (Οι διάβολοι μπήκαν από το τζάκι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. κουράς, μπουχαρί, οτζάκι, παρακαμίνα
3. Φάτνη, παχνί Σίλ. : Τσ̑ην κάπνη απέσου σέκνεις νιούγου άσ̑υρου (Μέσα στην φάτνη βάζεις λίγο άχυρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γιαλάκι :2, παχνί
4. Καπνός Αραβαν. : Το odά γομώρη κάπνη (Το δωμάτιο γέμισε καπνό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.