ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπαλί (επίθ.) qαπαλι̂́ [qapaˈlɯ] Φλογ. καπαλι̂́ [kapaˈlɯ] Σεμέντρ. γκαπαλι̂́ [gapaˈlɯ] Ουλαγ. γαπαλι̂́ [ɣapaˈlɯ] Αραβαν. καπαλού [kapaˈlu] Φλογ. γαπανού [ɣapaˈnu] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. kapalı = κλειστός, σκεπαστός.
1. Σκεπασμένος ό.π.τ. : Ράν'σα ένα λεέν' καπαλι̂́ (Είδα μιά λεκάνη σκεπαστή) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283
2. Κλειστός ό.π.τ. : Iτό ντου σπίτ’ τσ̑είδι γαπανού (Αυτό το σπίτι είναι κλειστό) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Κλειδωμένος, κλεισμένος Φλογ. : Αν δώκεις τα 50 παγκανότια να βγεις, αν κι δεν τα δώκεις, εδώ καπαλού θα σταθείς (Αν δώσεις τις 50 λίρες θα βγεις, αν δεν τις δώσεις, θα μείνεις εδώ κλειδωμένος) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β