ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπάρο (ουσ. ουδ.) καπάρο [kaˈparo] Μισθ., Φάρασ. καπάρου [kaˈparu] Σίλ. κάπαρο [ˈkaparo] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kaparo = προκαταβολή (< ιταλ. ουσ. caparra).
Χρηματικό ποσό το οπ. δίνεται ως εγγυητική προκαταβολή ό.π.τ. : Ρώκα καπάρου (Έδωσα προκαταβολή) Σίλ. -Κωστ.Σ.