καπάρο
(ουσ. ουδ.)
καπάρο
[kaˈparo]
Μισθ., Φάρασ.
καπάρου
[kaˈparu]
Σίλ.
κάπαρο
[ˈkaparo]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kaparo = προκαταβολή (< ιταλ. ουσ. caparra).
Χρηματικό ποσό το οπ. δίνεται ως εγγυητική προκαταβολή
ό.π.τ.
:
Ρώκα καπάρου
(Έδωσα προκαταβολή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.