ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπατώνω (ρ.) γαπατώνω [ɣapaˈtono] Σινασσ. Παθ. Αόρ. γαπατώθα [ɣapaˈtoθa] Σινασσ., Φερτάκ. Από τουρκ. ρ. kapamak = κλείνω, σκεπάζω, καλύπτω, αορ. kapadı και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω, πιθ. αναλογ. προς το ρ. καπακώνω.
Σκεπάζω, καλύπτω ό.π.τ. : Ως τασ̑ύ το σ̑όν' θα γαπατώσ' τα θύρες και τα παραθύρες (Μέχρι το πρωί το χιόνι θα έχει σκεπάσει τις πόρτες και τα παράθυρα) Σινασσ. -Λεύκωμα Τα εκκλησ̑ές γαπατώθαν άλλο (Οι εκκλησίες έκλεισαν πια οριστικά) Σινασσ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β