καπατώνω
(ρ.)
γαπατώνω
[ɣapaˈtono]
Σινασσ.
Παθ. Αόρ.
γαπατώθα
[ɣapaˈtoθa]
Σινασσ., Φερτάκ.
Από τουρκ. ρ. kapamak = κλείνω, σκεπάζω, καλύπτω, αορ. kapadı και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω, πιθ. αναλογ. προς το ρ. καπακώνω.
Σκεπάζω, καλύπτω
ό.π.τ.
:
Ως τασ̑ύ το σ̑όν' θα γαπατώσ' τα θύρες και τα παραθύρες
(Μέχρι το πρωί το χιόνι θα έχει σκεπάσει τις πόρτες και τα παράθυρα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τα εκκλησ̑ές γαπατώθαν άλλο
(Οι εκκλησίες έκλεισαν πια οριστικά)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β