καπουστίζω
(ρ.)
qαπι̂σ̑τίζω
[qapɯˈʃtizo]
Μαλακ.
γαπ͑ουσ̑τι-έω
[ɣapʰuʃtiˈeo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kapışmak = αρπάζω.