ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπριανίσκω (ρ.) καπριανίσκω [kapriaˈnisko] Σινασσ. Μτχ. καπριασμένος [kapriaˈzmenos] Σινασσ. Aπό το αρχ. ρ. καπράω ή καπριάω = για θηλυκό κάπρο, είμαι σε οίστρο, και το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω.
Νιώθω ερωτική έξαψη Συνών. καυλώνω
Τροποποιήθηκε: 03/04/2025