καπριανίσκω
(ρ.)
καπριανίσκω
[kapriaˈnisko]
Σινασσ.
Μτχ.
καπριασμένος
[kapriaˈzmenos]
Σινασσ.
Aπό το αρχ. ρ. καπράω ή καπριάω = για θηλυκό κάπρο, είμαι σε οίστρο, και το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω.
Νιώθω ερωτική έξαψη
Συνών.
καυλώνω