καραβίτσα
(ουσ. θηλ.)
καραβίτσα
[karaˈvitsa]
Σίλατ.
καραφίτσα
[karaˈfitsa]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. καραβίς και το υποκορ. επίθμ. -ίτσα.
Καβούρι
ό.π.τ.