ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καραλτούς (ουσ. ουδ.) qαραχτού [qaraˈxtu] Μαλακ., Φλογ. γαραχτούς [karaˈxtus] Φάρασ. γαραλτ͑ούς [ɣaralˈtʰus] Φάρασ. χαραχτούς [xaraˈxtus] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. karaltı =α) ασαφής μαύρη σκιά β) μαυρίλα, σκοτεινιά γ) λεκές, όπου και τύπ. karartı.
1. Σκιά, ίσκιος ό.π.τ. : Να πατ-τήσ̑' το qαραχτού σ' (Να καταποντιστεί η σκιά σου, να χαθείς· αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 'ς κοπεί ο χαραχτούς σου! (Να κοπεί η σκιά σου, να πεθάνεις· αρά) Φάρασ. -Αναστασ.Τ
2. Μαυρίλα ό.π.τ. Συνών. μαυρίδα, μαύρος