καραλτούς
(ουσ. ουδ.)
qαραχτού
[qaraˈxtu]
Μαλακ., Φλογ.
γαραχτούς
[karaˈxtus]
Φάρασ.
γαραλτ͑ούς
[ɣaralˈtʰus]
Φάρασ.
χαραχτούς
[xaraˈxtus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. karaltı =α) ασαφής μαύρη σκιά β) μαυρίλα, σκοτεινιά γ) λεκές, όπου και τύπ. karartı.
1. Σκιά, ίσκιος
ό.π.τ.
:
Να πατ-τήσ̑' το qαραχτού σ'
(Να καταποντιστεί η σκιά σου, να χαθείς· αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'ς κοπεί ο χαραχτούς σου!
(Να κοπεί η σκιά σου, να πεθάνεις· αρά)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ