καράρι
(ουσ. ουδ.)
γαράρι
[ɣaˈrari]
Σινασσ., Φάρασ.
γαράρ'
[ɣaˈrar]
Μισθ., Σινασσ.
γαρέρι
[ɣaˈreri]
Φάρασ.
γαρα̈́ρι
[ɣaˈræri]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Νεότ. ουσ. καράρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. karar = α) απόφαση β) δικαστική απόφαση γ) σταθερότητα δ) δίκαιη-μέτρια-λογική ποσότητα, αναλογία. Η λ. και σε ν.ε. ιδιώμ. (Θράκ. Ιων. Κρητ. Σάμ. κ.α.), βλ. και Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. και Μπόγκας (1959: 173).
1. Συμφωνία
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ποίκανε γαράρι να ποίκουν γαβγάς
(Συμφώνησαν, αποφάσισαν να κάνουν πόλεμο)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
2. Αναλογία, σωστή ή μέτρια ποσότητα
Μισθ., Σινασσ.
:
Πρόσεξε και το άλας, εσύ το γαράρ' ξεύρεις το
(Πρόσεξε και το αλάτι, εσύ την αναλογία την ξέρεις)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Γαραλί γαράρ
(Σταθερή ποσότητα˙ μέτρο, σωστή αναλογία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Υπολογισμός, σχεδιασμός
Φάρασ.
:
Το φίκρι τσ̑αι το γαρέρι τουν πάλ' ένι να βκάλουν τον Βαρασ̑ό 'σ' τη μέση
(Η πρόθεση και ο υπολογισμός τους είναι πάλι να βγάλουν τα Φάρασα από τη μέση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.