κάργα
(ουσ. θηλ.)
κάργα
[ˈkarɣa]
Ουλαγ.
Ουδ.
κ͑αργά
[ˈkʰarɣa]
Ουλαγ.
γκαργκά
[garˈga]
Μισθ., Ουλαγ.
καρκά
[karˈka]
Φερτάκ., Φλογ.
qαρqά
[qarˈqa]
Φλογ.
γαργά
[ɣarˈɣa]
Αξ.
Αρσ.
καργάς
[karˈɣas]
Τελμ., Φάρασ.
γαργάς
[ɣarˈɣas]
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
γαργάλους
[ɣarˈɣalus]
Μισθ.
Πληθ.
καργάδε
[karˈɣaðe]
Τελμ.
καργκάγια
[karˈgaʝa]
Σεμέντρ.
γαργάια
[ɣarˈɣaia]
Αξ.
Μεσν. ουσ. κάργα, δάν. από το τουρκ. karga = κοράκι (Λεξ. Κριαρ.). Ο τύπ. γαργάλους πιθ. αναλογ. προς το ουσ. καρτάλος, όπου και τύπ. γαρτάλους.
1. Κοράκι
ό.π.τ.
:
Με το τϋφέγι σ' φάισε ένα κ͑αργά
(Με το τουφέκι σου σκότωσε ένα κοράκι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Kαργάδε εξέβαλαν τα μάτσ̑ια μ'
(Κοράκια μου έβγαλαν τα μάτια)
Τελμ.
-Dawk.
Σον παλό τον ταρό, α φορά πόνεσεν ζόρα ’νος καργά η τσοιλία
(Τον παλιό καιρό, μιά φορά ενός κόρακα του πόνεσε πολύ η κοιλιά)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Χαν Νώε, το qαρqά ’πόμεν α λέσ̑’
(Κύριε Νώε, το κοράκι έγινε ένα πτώμα˙ για όσους αργοπορούν σε σημαντικά ζητήματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Κάργια, καλιακούδα
ό.π.τ.
:
Έκατσαν ντα κάργες σου κόμμα
(Έκατσαν οι κάργες στο χωράφι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Ντίλεψε το γαργάς τα βγάλ' το μάτσ̑ι σ'
(Θρέψε την κάργια να βγάλει το μάτι σου˙ οι ευεργετούμενοι είναι αχάριστοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
φαρακλίκα :1, Συνών.
καΐλα