καριντζά
(ουσ. ουδ.)
qαριντζ̑ά
[qarɯnˈdʒa]
Ουλαγ.
gάριντζα
[ˈgarɯndza]
Ουλαγ.
Γεν. Εν.
qαριντζ̑αγιού
[qarɯndʒaˈʝu]
Ουλαγ.
Πληθ.
qαριντζ̑άγια
[qarɯnˈdʒaʝa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. karınca = μυρμήγκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. garınca.
Μυρμήγκι
:
Ντο ντεβέ έν'νε qαριντζ̑ά
(Η καμήλα μεταμορφώθηκε σε μυρμήγκι)
Ουλαγ.
-Dawk.
qαριντζ̑αγιού το qανάτ πέτασέν ντο ιτσ̑ιαρώ μέσα, γκαι πεκλένσε
(Πέταξε το φτερό του μυρμηγκιού μέσα και τακτοποιήθηκε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Οπ παίνισ̑γκε, ήταν ένα πολλά καριντζ̑άγια
(Καθώς πήγαινε, υπήρχαν πολλά μυρμήγκια)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
μυρμήκι