ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριντζά (ουσ. ουδ.) qαρι̂ντζ̑ά [qarɯnˈdʒa] Ουλαγ. gάρι̂ντζα [ˈgarɯndza] Ουλαγ. Γεν. qαρι̂ντζ̑αγιού [qarɯndʒaˈʝu] Ουλαγ. Πληθ. qαρι̂ντζ̑άγια [qarɯnˈdʒaʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. karınca = μυρμήγκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. garınca.
Μυρμήγκι : Ντο ντεβέ έν'νε qαρι̂ντζ̑ά (Η καμήλα μεταμορφώθηκε σε μυρμήγκι) Ουλαγ. -Dawk. qαρι̂ντζ̑αγιού το qανάτ' πέτασέν ντο ιτσ̑ιαρώ μέσα, γκαι πεκλένσε (Πέταξε το φτερό του μυρμηγκιού μέσα και τακτοποιήθηκε) Ουλαγ. -Dawk. Οπ παίνισ̑γκε, ήταν ένα πολλά καρι̂ντζ̑άγια (Καθώς πήγαινε, υπήρχαν πολλά μυρμήγκια) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. μυρμήκι
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025