ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριντζά (ουσ. ουδ.) qαρινdζ̑ά [qarɯnˈdʒa] Ουλαγ. gάριντζα [ˈgarɯndza] Ουλαγ. Γεν. Εν. qαρινdζ̑αγιού [qarɯndʒaˈʝu] Ουλαγ. Πληθ. qαρινdζ̑άγια [qarɯnˈdʒaʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. karınca = μυρμήγκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. garınca.
Μυρμήγκι : Ντο ντεβέ έν'νε qαρινdζ̑ά (Η καμήλα μεταμορφώθηκε σε μυρμήγκι) Ουλαγ. -Dawk. qαρινdζ̑αγιού το qανάτ πέτασέν ντο ιτσ̑ιαρώ μέσα, γκαι πεκλένσε (Πέταξε το φτερό του μυρμηγκιού μέσα και τακτοποιήθηκε) Ουλαγ. -Dawk. Οπ παίνισ̑γκε, ήταν ένα πολλά καρινdζ̑άγια (Καθώς πήγαινε, υπήρχαν πολλά μυρμήγκια) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. μυρμήκι