ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριψιντίζω (ρ.) qαριψινdίζω [qaripsinˈdizo] Μαλακ. γαριψουνdίζου [ɣaripsunˈdizu] Μισθ. γαριψ̑ουνdίζου [ɣaripʃunˈdizu] Μισθ. καριψιτώ [karipsiˈto] Φλογ. γαριψιτώ [ɣaripsiˈto] Σινασσ. Αόρ. qαριψίνσα [qariˈpsinsa] Μαλακ. καριψίτ'σα [kariʹpsitsa] Φλογ. γαριψούνσ̑α [ɣariˈpsunʃa] Μισθ. γαριψ̑ούντ'σ̑α [ɣariˈpʃuntʃa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. garipsemek = α) νιώθω νοσταλγία ή μοναξιά β) βρίσκω κάτι περίεργο.
Πεθυμώ κάποιον ό.π.τ. : Γαριψούνσ̑α σι, πουλί μ'! (Μου έλειψες, πουλάκι μου!) Μισθ. -Φατ.