καριψιντίζω
(ρ.)
qαριψινdίζω
[qaripsinˈdizo]
Μαλακ.
γαριψουνdίζου
[ɣaripsunˈdizu]
Μισθ.
γαριψ̑ουνdίζου
[ɣaripʃunˈdizu]
Μισθ.
καριψιτώ
[karipsiˈto]
Φλογ.
γαριψιτώ
[ɣaripsiˈto]
Σινασσ.
Αόρ.
qαριψίνσα
[qariˈpsinsa]
Μαλακ.
καριψίτ'σα
[kariʹpsitsa]
Φλογ.
γαριψούνσ̑α
[ɣariˈpsunʃa]
Μισθ.
γαριψ̑ούντ'σ̑α
[ɣariˈpʃuntʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. garipsemek = α) νιώθω νοσταλγία ή μοναξιά β) βρίσκω κάτι περίεργο.
Πεθυμώ κάποιον
ό.π.τ.
:
Γαριψούνσ̑α σι, πουλί μ'!
(Μου έλειψες, πουλάκι μου!)
Μισθ.
-Φατ.