καρκάλιτσα
(ουσ. θηλ.)
καρκάλιτσα
[karˈkalitsa]
Φλογ.
Πιθ. από το ουσ. κέρκελα και το υποκορ. επίθμ. -ίτσα.
Mτφ., παιδικό παιχνίδι όπου ένα παιδί παίρνει καβάλα στην ράχη του άλλο