καρντασλίκι
(ουσ. ουδ.)
γαρντασ̑λιούχ
[ɣardaʃˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kardeşlik = α) συγγένεια μεταξύ αδελφών β) αδελφικός φίλος γ) αδελφοσύνη.
Αδελφικότητα
Συνών.
αδελφοσύνη :2