καρκουρεύω
(ρ.)
καρκουρεύω
[karkuˈrevo]
Σινασσ.
Αγν. ετύμ.
Περικόπτω, αφαιρώ με απάτη
Πβ.
κατσουρεύω
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025