καρκουρεύω
(ρ.)
καρκουρεύω
[karkuˈrevo]
Σινασσ.
Αγν. ετύμ.
Περικόπτω, αφαιρώ
Πβ.
κατσουρεύω
β.
Αφαιρώ την δεκάτη