καρναβάλι
(ουσ. ουδ.)
γαρναβάλ'
[ɣarnaˈval]
Μισθ.
Αρσ.
καρναβάλης
[karnaˈvalis]
Σίλ.
Πληθ.
γαρναβάλια
[ɣarnaˈvaʎa]
Μισθ.
γαρναβάλε
[ɣarnaˈvale]
Φάρασ.
καρναβάληροι
[karnaˈvaliri]
Σίλ.
καρναβάλοι
[karnaˈvali]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. καρναβάλι, το οπ. από το γαλλ. carnaval (πβ. και βεν. carneval), πβ. και τουρκ. karnaval (ήδη από το 1792). O τύπ. καρναβάλης με μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. σε -ι.
Μασκαράς
ό.π.τ.
:
Φόρουναμ' ντα φσ̑άχα γαρναβαλιού φορτσ̑ές, κλώχιξαν ούλου ντου χωριό τσι σώρουβαν οβγά
(Nτύναμε τα μικρά παιδιά καρναβάλια, γύριζαν όλο το χωριό και μάζευαν αυγά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γέφ'κασι ρυό καρναβάληροι
(Πέρασαν δύο μασκαράδες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Του κρα̈́του την αποκρα̈́ φτένκαν γαρναβάλε
(Κατά την αποκριά του κρέατος ντύνονταν καρναβάλια)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Αποκ̇ιριές νισ̑κότουν καρναβάλια
(Τις αποκριές γίνονταν μασκαράδες)
Μισθ.
-Κοτσαν.