καρσί
(επίρρ.)
κ͑αρσ̑ί
[kʰarˈʃi]
Ουλαγ.
γκαρσ̑ι̂́
[garˈʃɯ]
Ουλαγ.
κ͑αρσ̑ού
[kʰarˈʃu]
Ανακ., Γούρδ., Φερτάκ.
qαρσού
[qarˈsu]
Μαλακ., Φλογ.
χαρσ̑ού
[xarˈʃu]
Σίλ.
γαρσ̑ού
[ɣarˈʃu]
Αξ., Σινασσ.
γαρσ̑ούν
[ɣarˈʃun]
Σίλ.
γαρτσού
[ɣarˈtsu]
Μισθ., Τσαρικ.
γαρτσ̑ού
[ɣarˈtʃu]
Μισθ.
καρσ̑ούς
[karˈʃus]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίρρ. karşı = απέναντι, όπου και διαλεκτ. τύπ. garşı. Ο τύπ. καρσ̑ούς λόγω συνεκφ. με το άρθρ. σο, σα.
Αντικριστά, απέναντι, μπροστά
ό.π.τ.
:
Σόνgρα ντράν'σε κ͑αρσ̑ού σο Μουχαήρ' Αρχάνgελο
(Μετά κοίταξε απέναντι προς τον Μιχαήλ Αρχάγγελο)
Γούρδ.
-Dawk.
Εγώ να πάω εκειά γαρσ̑ού στο ψελάγ̑'
(Εγώ θα πάω εκεί αντίκρυ σ' εκείνο το ύψωμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ξέβαν κλέβ' γαρτσού, γούτ'σαν ντα, σκότωσαν ντα
(Βγήκαν κλέφτες μπρος τους, τους γύμνωσαν, τους σκότωσαν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χαρσ̑ού του έρσ̑ιτι εις χιζΰρης
(Ένας άγιος άνθρωπος τον συναντά)
Σίλ.
-Dawk.
Περπατούσ̑ι ν̑ΰγου, κι υστεριανάς έρσ̑ιτι χαρσ̑ού τους άλλ' εις παπάς
(Περπατούν λίγο, και αργότερα συναντούν άλλον έναν παπά)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Φέρ' του γαρτσ̑ού μ'
(Φέρ' το μπροστά μου)
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γιατρός τσείδι γαρτσού μ'
(Ο γιατρός είναι δίπλα μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιάι ξέβης γαρτσ̑ού;
(Γιατί βρέθηκες μπροστά μου;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σου σπίτι τ' γαρτσού τσόντουν 'να φουκαράς μι τ' ναίκα τ'
(Απέναντι από το σπίτι του κατοικούσε ένας φτωχός με την γυναίκα του)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Kαρσ̑ούς το είν’ το καλέ, θωρείς το μι;
(To κάστρο που είναι απέναντι, το βλέπεις;)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
|| Φρ.
Χέκνω γαρσ̑ού
(Βάζω αντίκρυ˙ αντιστέκομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γαρτσού γαρτσού
(Αντίκρυ αντίκρυ˙ κατάφατσα. Πβ. τουρκ. φρ. <em>karşı karşı</em> = ο ένας απέναντι από τον άλλον, κατάφατσα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Θεός και Παναγιά μ' να τα φέρ'νε qαρσού σ'
(Ο Θεός και η Παναγία μου να τα φέρουνε μπροστά σου˙ ο Θεός και η Παναγία να σου το ανταποδώσουν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Χώρα καρσού
(Μπροστά στους ξένους˙ μπροστά στον κόσμο, δημόσια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Καρσού καρσού στα παραθύρια σου καθούτσαν δυό αδελφάδες
(Αντικριστά στα παραθύρια σου κάθονταν δύο αδελφές)
Μαλακ.
-Παχτ.