ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρσί (επίρρ.) κ͑αρσ̑ί [kʰarˈʃi] Ουλαγ. γκαρσ̑ι̂́ [garˈʃɯ] Ουλαγ. κ͑αρσ̑ού [kʰarˈʃu] Ανακ., Γούρδ., Φερτάκ. qαρσού [qarˈsu] Μαλακ., Φλογ. χαρσ̑ού [xarˈʃu] Σίλ. γαρσ̑ού [ɣarˈʃu] Αξ., Σινασσ. γαρσ̑ούν [ɣarˈʃun] Σίλ. γαρτσού [ɣarˈtsu] Μισθ., Τσαρικ. γαρτσ̑ού [ɣarˈtʃu] Μισθ. καρσ̑ούς [karˈʃus] Φλογ. Από το τουρκ. επίρρ. karşı = απέναντι, όπου και διαλεκτ. τύπ. garşı. Ο τύπ. καρσ̑ούς λόγω συνεκφ. με το άρθρ. σο, σα.
Αντικριστά, απέναντι, μπροστά ό.π.τ. : Σόνgρα ντράν'σε κ͑αρσ̑ού σο Μουχαήρ' Αρχάνgελο (Μετά κοίταξε απέναντι προς τον Μιχαήλ Αρχάγγελο) Γούρδ. -Dawk. Εγώ να πάω εκειά γαρσ̑ού στο ψελάγ̑' (Εγώ θα πάω εκεί αντίκρυ σ' εκείνο το ύψωμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ξέβαν κλέβ' γαρτσού, γούτ'σαν ντα, σκότωσαν ντα (Βγήκαν κλέφτες μπρος τους, τους γύμνωσαν, τους σκότωσαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χαρσ̑ού του έρσ̑ιτι εις χιζΰρης (Ένας άγιος άνθρωπος τον συναντά) Σίλ. -Dawk. Περπατούσ̑ι ν̑ΰγου, κι υστεριανάς έρσ̑ιτι χαρσ̑ού τους άλλ' εις παπάς (Περπατούν λίγο, και αργότερα συναντούν άλλον έναν παπά) Σίλ. -Dawk.JHS Φέρ' του γαρτσ̑ού μ' (Φέρ' το μπροστά μου) -ΑΠΥ-Καρατσ. Γιατρός τσείδι γαρτσού μ' (Ο γιατρός είναι δίπλα μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιάι ξέβης γαρτσ̑ού; (Γιατί βρέθηκες μπροστά μου;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σου σπίτι τ' γαρτσού τσόντουν 'να φουκαράς μι τ' ναίκα τ' (Απέναντι από το σπίτι του κατοικούσε ένας φτωχός με την γυναίκα του) Τσαρικ. -Καραλ. Kαρσ̑ούς το είν’ το καλέ, θωρείς το μι; (To κάστρο που είναι απέναντι, το βλέπεις;) Φλογ. -ΚΜΣ-CD || Φρ. Χέκνω γαρσ̑ού (Βάζω αντίκρυ˙ αντιστέκομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γαρτσού γαρτσού (Αντίκρυ αντίκρυ˙ κατάφατσα. Πβ. τουρκ. φρ. <em>karşı karşı</em> = ο ένας απέναντι από τον άλλον, κατάφατσα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Θεός και Παναγιά μ' να τα φέρ'νε qαρσού σ' (Ο Θεός και η Παναγία μου να τα φέρουνε μπροστά σου˙ ο Θεός και η Παναγία να σου το ανταποδώσουν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Χώρα καρσού (Μπροστά στους ξένους˙ μπροστά στον κόσμο, δημόσια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Καρσού καρσού στα παραθύρια σου καθούτσαν δυό αδελφάδες (Αντικριστά στα παραθύρια σου κάθονταν δύο αδελφές) Μαλακ. -Παχτ.