ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρσούλαϊ (επίρρ.) γαρτσ̑ούλαϊ [ɣarˈtʃulai] Μισθ. Από το επίρρ. καρσί και το ουσ. αλλάγι, πβ. δεξιάλλαι, κούπαλα.
Αντίκρυ, αντικρυστά, αντιμέτωπος : Μι ντου ντουσμάνου μ' ήρταμ' γαρτσ̑ούλαϊ (Με τον εχθρό μου ήρθαμε αντιμέτωποι) Μισθ. -Κοτσαν. Ρανώ γαρτσ̑ούλαϊ τσ̑είδι τα̈σα̈́α̈ρ ντου γονάχ', ρανώ δου (Βλέπω απέναντι είναι το δικό σας το σπίτι, το βλέπω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ