ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρσούλαϊ (επίρρ.) γαρτσ̑ούλαϊ [ɣarˈtʃulai] Μισθ. γαρσ̑ίλαϊ [ɣarˈʃilai] Αξ. Από το επίρρ. καρσί, όπου και τύπ. γαρτσ̑ού, και το ουσ. αλλάγι, πβ. δεξιάλλαϊ, κούπαλα.
Αντίκρυ, αντικρυστά, απέναντι ό.π.τ. : Ρανώ γαρτσ̑ούλαϊ τσ̑είδι τα̈σα̈́α̈ρ ντου γονάχ', ρανώ δου (Βλέπω απέναντι είναι το δικό σας το σπίτι, το βλέπω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γαρσ̑ίλαϊ κειόσουν ’να περίπτερο (Απέναντι (εκεί κοντά) ήταν ένα περίπτερο) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Ήρτα γαρτσ̑ούλαϊ (Ήρθα αντίκρυ˙ βρέθηκα αντιμέτωπος με κάποιον) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 06/08/2025