καρσούλαϊ
(επίρρ.)
γαρτσ̑ούλαϊ
[ɣarˈtʃulai]
Μισθ.
Από το επίρρ. καρσί και το ουσ. αλλάγι, πβ. δεξιάλλαι, κούπαλα.
Αντίκρυ, αντικρυστά, αντιμέτωπος
:
Μι ντου ντουσμάνου μ' ήρταμ' γαρτσ̑ούλαϊ
(Με τον εχθρό μου ήρθαμε αντιμέτωποι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρανώ γαρτσ̑ούλαϊ τσ̑είδι τα̈σα̈́α̈ρ ντου γονάχ', ρανώ δου
(Βλέπω απέναντι είναι το δικό σας το σπίτι, το βλέπω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ