καρσούλαϊ
(επίρρ.)
γαρτσ̑ούλαϊ
[ɣarˈtʃulai]
Μισθ.
γαρσ̑ίλαϊ
[ɣarˈʃilai]
Αξ.
Από το επίρρ. καρσί, όπου και τύπ. γαρτσ̑ού, και το ουσ. αλλάγι, πβ. δεξιάλλαϊ, κούπαλα.
Αντίκρυ, αντικρυστά, απέναντι
ό.π.τ.
:
Ρανώ γαρτσ̑ούλαϊ τσ̑είδι τα̈σα̈́α̈ρ ντου γονάχ', ρανώ δου
(Βλέπω απέναντι είναι το δικό σας το σπίτι, το βλέπω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γαρσ̑ίλαϊ κειόσουν ’να περίπτερο
(Απέναντι (εκεί κοντά) ήταν ένα περίπτερο)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ήρτα γαρτσ̑ούλαϊ
(Ήρθα αντίκρυ˙ βρέθηκα αντιμέτωπος με κάποιον)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 06/08/2025