ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρτάλος (ουσ. αρσ.) καρτάλος [karˈtalos] Φλογ. καρτάλους [karˈtalus] Μισθ. γαρτάλος [ɣarˈtalos] Αξ., Τροχ. γαρτάλους [ɣarˈtalus] Μισθ. Ουδ. γαρτάλι [ɣarˈtali] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kartal = αετός.
Αετός, σταυραετός, όρνιο ό.π.τ. : Ήρθεν γαρτάλος, σέρεψε τα ορνία! (Ήρθε ο αετός, μάζεψε τις κότες!) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. κυνηγάρης, τσαϊλάχος
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025