καρτάλος
(ουσ. αρσ.)
καρτάλος
[karˈtalos]
Φλογ.
καρτάλους
[karˈtalus]
Μισθ.
γαρτάλος
[ɣarˈtalos]
Αξ.
γαρτάλους
[ɣarˈtalus]
Μισθ.
Ουδ.
γαρτάλι
[ɣarˈtali]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kartal = αετός.