καρτάλος
(ουσ. αρσ.)
καρτάλος
[karˈtalos]
Φλογ.
καρτάλους
[karˈtalus]
Μισθ.
γαρτάλος
[ɣarˈtalos]
Αξ., Τροχ.
γαρτάλους
[ɣarˈtalus]
Μισθ.
Ουδ.
γαρτάλι
[ɣarˈtali]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kartal = αετός.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025