κυνηγάρης
(ουσ. αρσ.)
τσ̑υνηγάρ’
[tʃiniˈɣar]
Αφσάρ., Φάρασ.
τζ̑υνηγάρ’
[dʒiniˈɣar]
Αφσάρ., Φάρασ.
τσ̑υνογάρ’
[tʃinoˈɣar]
Αφσάρ., Φάρασ.
τζ̑υνογάρ’
[dʒinoˈɣar]
Φάρασ.
Πληθ.
τσ̑υνογάροι
[tʃinoˈɣari]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. κυνηγάρης = α) κυνηγός, β) σκύλος κυνηγετικός, το οπ. από το ουσ. κυνήγι και το παραγωγ. επίθμ. -άρης (Grégoire 1909: 149). Για την τροπή [i] > [o] βλ. Ανδριώτης (1948: 19).
Ζώο που κυνηγάει και ειδικότερα ο αετός
ό.π.τ.
:
Μο d’ αν νταρός α τζ̑υνογάρ' γκατιέσεν αν ’αγός
(Κάποτε ένας αετός καταδίωξε ένα λαγό)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο τσ̑υνογάρ' στο ουρανό καρμανίσκινι
(Ο αετός έκανε κύκλους στον ουρανό)
Αφσάρ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το άσπρο το στσ̑υλί, ένι τζ̑υνογάρ’ ντεγί, κρού 'αλία
(Το άσπρο σκυλί, με το πρόσχημα ότι είναι κυνηγετικό, φωνάζει˙ όποιος έχει κάποιο προτέρημα το επικαλείται για να υπερηφανευθεί)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Πβ.
αβτζής