κυριεύω
(ρ.)
κυριεύω
[ciˈrʝevo]
Αραβαν.
Από το αρχ. ρ. κυριεύω = είμαι κυρίαρχος.
Νικώ, κυριεύω κάποιον
:
Κύριεψε σε γιάβολος
(Σε κυρίευσε ο δαίμονας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γιντίζω, κερδίζω :2, ουτιέγω, Αντίθ
καθίζω
Τροποποιήθηκε: 22/05/2025