ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κύριος (ουσ. αρσ.) κύριος [ˈcirios] Αξ. κ͑ύριο [ˈkʰirio] Φερτάκ. κερεόζ [cereˈoz] Αραβαν. κύρης [ˈciris] Σινασσ. γκύρης [ˈɟiris] Σινασσ. κυρ [cir] Σινασσ., Τελμ. Κλητ. Κύρι͜ε [ˈcirʝe] Ανακ., Αραβαν., Μισθ. Κύρια [ˈcirʝa] Αξ. Από το αρχ. επίθ. κύριος. Ο τύπ. κύρης ήδη μεσν., πβ. Σαχλ. Ἀφηγ. 30 «Ὁ κύρης καὶ ἡ μάννα μου». Ο τύπ. κυρ επίσης μεσν.
1. Ως προσαγόρευση του Θεού, ο Κύριος Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. : Κύριε 'σού Χριστέ να με φυλάκνεις (Κύριε Ιησού Χριστέ να με προστατεύεις) Ανακ. -Κωστ.Α. Κύριε ‘λέησον, λέισ̑καμ’ τσ̑ι φεύγισ̑κιν ο βαραχτάρους (Κύριε ελέησον λέγαμε και έφευγε ο βαρυπνάς, ο εφιάλτης) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντόκα σ’ Κερεόζ να λεζ ντάιμα (Δόξα σοι ο Κύριος να λες πάντα) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Αν ντε γκιϋρλεdίσ̑’, «Κύριε ’λέησον» ντε λέγ’ κανείς (Αν δεν βροντήσει, Κύριε ελέησον δεν λέει κανείς˙ μόνο όταν φοβερίσεις σε υπολογίζουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Μόνο σε άσμ., πατέρας Σινασσ. : || Ασμ. Ήταν η μάνα μ' Κλέπαρη, κι ο κύρης μου Τουλκιέρης ((Η μάνα μου λεγόταν Κλέπαρη και ο πατέρας μου Τουλκιέρης)) Σινασσ. -Λεύκωμα Και ωσού να πει έχετε γειά, πήρεν σαράνdα μίλια
πήγεν, εύρε τον gύρη του, τ’ αμbέλι κορμοκόφτει
(Και μέχρι να πει «έχετε γεια», πήρε σαράντα μίλιαπήγε και βρήκε τον πατέρα του, να κόβει του κορμούς του αμπελιού) Σινασσ. -Lag.
Συνών. αφέντης :2, πασάς :4
3. Προσφώνηση προς ενήλικο άνδρα Σινασσ., Τελμ. : || Ασμ. Χήρα παιδίν ανέθρεψε, και λέν τον κυρ Πορφύρη ((Μια χήρα μεγάλωσε ένα παιδί, και το λένε κυρ Πορφύρη)) Τελμ. -Lag. Σήκω, σήκω κυρ Κωσταντή, κι ο βασιλιάς σε θέλει ((Σήκω, σήκω κυρ Κωσταντή, και σε θέλει ο βασιλιάς)) Σινασσ. -Lag. Δεν σε φοβούμαι, κυρ βορεά, δεν σε φοβούμαι, Νοτιά
Ένται τα σπίτια μου ψηλά κι άνδρας μου παλληκάρι
(Δεν σε φοβάμαι, κυρ Βοριά, δεν σε φοβάμε Νοτιά
Είναι τα σπίτια μου ψηλά κι ο άντρας μου παλληκάρι)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. τσελεμπής :1, Πβ. κυρά