κυράτσα
(ουσ. θηλ.)
κεράτσα
[ceˈratsa]
Γούρδ.
τσεράτσα
[tseˈratsa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. κυράτσα < κυράκα, το οπ. από το μεσν. ουσ. κυρά και το παραγωγ. επίθμ. -κα. Ο τύπ. κεράτσα νεότ.
Πβ.
κουρούκα
Ως προσφώνησή προς την κυρία του σπιτιού, κυρία
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Τσεράτσα μου, τζι αν τζείσι τσι αν τζοιμάσι,
κόψ’ κουμμάτ’ λάδι, γήψι ντου φανάρι (Κυρά μου κι αν είσαι κι αν κοιμάσαι,
βάλε λίγο λάδι, άναψε το φανάρι
από κάλαντα της Πρωτοχρονιάς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άκου τα συ κεράτσα μου, σαν κάτ'σαι και σηκούσαι,
άψε κι έναν τριπλόν κερί, κατέβα στο κιλλάρι (Άκου τα εσύ κυρά μου, σαν κάθεσαι και σηκώνεσαι,
άναψε κι έναν τριπλόν κερί, κατέβα στο κελλάρι
από κάλαντα της Πρωτοχρονιάς) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. αμπλά :2, κουρούκα :2, κυρά, χατούνα
κόψ’ κουμμάτ’ λάδι, γήψι ντου φανάρι (Κυρά μου κι αν είσαι κι αν κοιμάσαι,
βάλε λίγο λάδι, άναψε το φανάρι
από κάλαντα της Πρωτοχρονιάς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άκου τα συ κεράτσα μου, σαν κάτ'σαι και σηκούσαι,
άψε κι έναν τριπλόν κερί, κατέβα στο κιλλάρι (Άκου τα εσύ κυρά μου, σαν κάθεσαι και σηκώνεσαι,
άναψε κι έναν τριπλόν κερί, κατέβα στο κελλάρι
από κάλαντα της Πρωτοχρονιάς) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. αμπλά :2, κουρούκα :2, κυρά, χατούνα