κωλοκάσι
(ουσ. ουδ.)
κωλοκάσ̑'
[koloˈkaʃ]
Αραβαν.
Από το ουσ. κώλος και το αορ. θ. κάσ̑- του ρ. κάθομαι με παραγωγ. επίθμ. -ι.
Κομμάτι από κορμό δέντρου για κάθισμα
Αραβαν.