κυνηγώ
(ρ.)
κυνηγάω
[ciniˈɣao]
Σινασσ.
κυνηγάου
[ciniˈɣau]
Μισθ.
τσ̑υνηγάου
[tʃiniˈɣau]
Μισθ.
Αόρ.
κυνήγησα
[ciˈniʝisa]
Τελμ.
Αρχ. ρ. κυνηγέω-ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω . Η λ. στο Μισθ. από την Κοινή Ν.Ε.
1. Κυνηγώ θηράματα
ό.π.τ.
:
Ούτσα κλώιξαμ', κυνήγιζαμ' πουλιά
(Έτσι γυρίζαμε, κυνηγούσαμε πουλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Kυνήγησε, κυνήγησε, πήγεν, πήγεν, κατέβη.
Πήγε, θωρεί Σουγρόπουλον, προύσκην και κοιμάται (Κυνήγησε, κυνήγησε, πήγε πολύ δρόμο προς τα κάτω.
Πήγε, βλέπει τον Τιγρόπουλο, έχει πρηστεί από το φαΐ και κοιμάται) Τελμ. -Lag. Πού πας; πού πας Γιαννάκη μου; πού να κυνηγάς;
H κόρη σου λαγού κρέας μ’ εγύρεψε (Πού πας; πού πας Γιαννάκη μου; πού θα κυνηγήσεις;
H κόρη σου μου ζήτησε κρέας λαγού) Σινασσ. -Lag. Συνών. αβλαντίζω :1
Πήγε, θωρεί Σουγρόπουλον, προύσκην και κοιμάται (Κυνήγησε, κυνήγησε, πήγε πολύ δρόμο προς τα κάτω.
Πήγε, βλέπει τον Τιγρόπουλο, έχει πρηστεί από το φαΐ και κοιμάται) Τελμ. -Lag. Πού πας; πού πας Γιαννάκη μου; πού να κυνηγάς;
H κόρη σου λαγού κρέας μ’ εγύρεψε (Πού πας; πού πας Γιαννάκη μου; πού θα κυνηγήσεις;
H κόρη σου μου ζήτησε κρέας λαγού) Σινασσ. -Lag. Συνών. αβλαντίζω :1
2. Καταδιώκω κάποιον
ό.π.τ.
:
'τουν τσόδαν σ' Τουρκία τ' εμέαρ δα ιντσάν', κυνήγαναν δα Τούρτσ̑’
(Όταν ήταν στην Τουρκία οι δικοί μας άνθρωποι, τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λεμπέ, γάλια πέφτ', κάψουμ' δου έπιπλο σ΄, τσ̑υνηγάς μας, έο!
(Αμάν, πρόσεξε μην πέσεις, θα κάψουμε το έπιπλό σου και θα μας κυνηγάς, έεε!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γατιαίνω :2, κατακωλώ :2, κοβαλαντίζω :1, κωλώ :1