Κυριακή
(ουσ. θηλ.)
Κεριακή
[cerʝaˈci]
Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ.
Κερεκή
[cereˈci]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
Τσ̑ερετσ̑ή
[tʃereˈtʃi]
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
Τζ̑ερεdζ̑ή
[dʒereˈdʒi]
Ανακ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεταγν. θηλ. επίθ. Κυριακὴ (ἡμέρα) = η μέρα του Κυρίου, το οπ. από μεταγν. επίθ. κυριακός = αυτός που ανήκει στον Κύριο.
1. Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας
ό.π.τ.
:
Να το ψάλεις το Κερεκή το Βαγγέλιο τούρτσ̑α ας το αγνανdίσουμ'
(Να διαβάσεις το Ευαγγέλο την Κυριακή στα τούρκικα να το καταλάβουμε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ταχύ ξημερών' Κερεκή, και η Κερεκή μαίν' αποβραδίς, σαν που ήλεγεν η μακαρίτισσα η πεθερά μ'
(Αύριο ξημερώνει Κυριακή, και η Κυριακή μπαίνει από το προηγούμενο βράδυ, όπως έλεγε η μακαρίτισσα η πεθερά μου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Κερεκή ορ'σέτ' σο qάμο μας!
(Την Κυριακή ελάτε στον γάμο μας!)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ιτό Τσ̑ερετσή της Απόκριας σ̑άνιξαν οντάϊα
(Αυτή την Κυριακή της Αποκριάς έκαναν καλέσματα για φαγητό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τ' απάν' Τσ̑ερετσ̑ή παντρεύου ντου παιί μ'
(Την άλλη Κυριακή παντρεύω τον γιο μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάμπαχτα Τσ̑ερετσ̑ή να μαφτίσουμ' ντου φσ̑άχ'
(Αύριο Κυριακή θα βαφτίσουμε το παιδί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πάτακας του γιατούχ' τρώιξαμ' ντου κάθι Τσ̑ερετσ̑ή
(Τις πατάτες γιαχνί τις τρώγαμε κάθε Κυριακή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μεγάλ’ Κεριακή
(Μεγάλη Κυριακή˙ Κυριακή του Πάσχα)
Σίλατ.
-Dawk.
Μαάλ Τσερεdζή
(Μεγάλη Κυριακή˙ το ίδιο)
Μισθ., Τσαρικ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Του Αβαϊά η Κερεκή
(Η Κυριακή των Βαΐων)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Τ’ Κερεκής τ’ όρουμα γιά ’ς το γέμα γιά ’ς το ψέμα
(Της Κυριακής το όνειρο ή ως το μεσημέρι (ενν. θα βγει) ή στο ψέμα˙ για όποιον αθετεί το λόγο του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το τεμπέλ’ το ναίκα ζάσ’ όργο το Κερεκή
(Η τεμπέλα η γυναίκα κάνει δουλειά την Κυριακή˙ για γυναίκα ανεπρόκοπη που διατείνεται ότι θα κάνει δουλειές την ημέρα αργίας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Εβδομάδα
Ουλαγ.
:
Απ’ ένα Κερεκή σόγνα ντο φσ̑άχ’ ἐν-νε καλά
(Μετά από μιά εβδομάδα το παιδί έγινε καλά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
εβδομάδα, εβδομάδι
3. Γυναικείο βαπτιστικό όνομα
ό.π.τ.
:
Τσ̑ην Άιν γκερεκή
(στην Αγία Κυριακή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.