ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Κυριακή (ουσ. θηλ.) Κεριακή [cerʝaˈci] Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ. Κερεκή [cereˈci] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. Τσ̑ερετσ̑ή [tʃereˈtʃi] Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. Τζ̑ερεdζ̑ή [dʒereˈdʒi] Ανακ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. Από το μεταγν. θηλ. επίθ. Κυριακὴ (ἡμέρα) = η μέρα του Κυρίου, το οπ. από μεταγν. επίθ. κυριακός = αυτός που ανήκει στον Κύριο.
1. Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας ό.π.τ. : Να το ψάλεις το Κερεκή το Βαγγέλιο τούρτσ̑α ας το αγνανdίσουμ' (Να διαβάσεις το Ευαγγέλο την Κυριακή στα τούρκικα να το καταλάβουμε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ταχύ ξημερών' Κερεκή, και η Κερεκή μαίν' αποβραδίς, σαν που ήλεγεν η μακαρίτισσα η πεθερά μ' (Αύριο ξημερώνει Κυριακή, και η Κυριακή μπαίνει από το προηγούμενο βράδυ, όπως έλεγε η μακαρίτισσα η πεθερά μου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Κερεκή ορ'σέτ' σο qάμο μας! (Την Κυριακή ελάτε στον γάμο μας!) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ιτό Τσ̑ερετσή της Απόκριας σ̑άνιξαν οντάϊα (Αυτή την Κυριακή της Αποκριάς έκαναν καλέσματα για φαγητό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τ' απάν' Τσ̑ερετσ̑ή παντρεύου ντου παιί μ' (Την άλλη Κυριακή παντρεύω τον γιο μου) Μισθ. -Κοτσαν. Σάμπαχτα Τσ̑ερετσ̑ή να μαφτίσουμ' ντου φσ̑άχ' (Αύριο Κυριακή θα βαφτίσουμε το παιδί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πάτακας του γιατούχ' τρώιξαμ' ντου κάθι Τσ̑ερετσ̑ή (Τις πατάτες γιαχνί τις τρώγαμε κάθε Κυριακή) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μεγάλ’ Κεριακή (Μεγάλη Κυριακή˙ Κυριακή του Πάσχα) Σίλατ. -Dawk. Μαάλ Τσερεdζή (Μεγάλη Κυριακή˙ το ίδιο) Μισθ., Τσαρικ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Του Αβαϊά η Κερεκή (Η Κυριακή των Βαΐων) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Τ’ Κερεκής τ’ όρουμα γιά ’ς το γέμα γιά ’ς το ψέμα (Της Κυριακής το όνειρο ή ως το μεσημέρι (ενν. θα βγει) ή στο ψέμα˙ για όποιον αθετεί το λόγο του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το τεμπέλ’ το ναίκα ζάσ’ όργο το Κερεκή (Η τεμπέλα η γυναίκα κάνει δουλειά την Κυριακή˙ για γυναίκα ανεπρόκοπη που διατείνεται ότι θα κάνει δουλειές την ημέρα αργίας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Εβδομάδα Ουλαγ. : Απ’ ένα Κερεκή σόγνα ντο φσ̑άχ’ ἐν-νε καλά (Μετά από μιά εβδομάδα το παιδί έγινε καλά) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. εβδομάδα, εβδομάδι
3. Γυναικείο βαπτιστικό όνομα ό.π.τ. : Τσ̑ην Άιν γκερεκή (στην Αγία Κυριακή) Σίλ. -Κωστ.Σ.