κωλομυρίζω
(ρ.)
κωλομυρίζω
[kolomˈirizo]
Αραβαν.
Από το ουσ. κώλος και το ρ. μυρίζω.
Κλάνω και μτφ. διατυμπανίζω
Αραβαν.
:
|| Φρ.
Παιριού χαbάρ΄ ντεν έχουν και κοριτσ̑ού κωλομυρίζουν
(Στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν, ενν. για επικείμενο γάμο και στου κοριτσιού κλάνουν˙ όταν κάποιος κάνει σχέδια εν αγνοία των εμπλεκομένων)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αερίζω :2, κλάνω, τισέω