ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κωλομυρίζω (ρ.) κωλομυρίζω [kolomˈirizo] Αραβαν. Από το ουσ. κώλος και το ρ. μυρίζω.
Κλάνω και μτφ. διατυμπανίζω Αραβαν. : || Φρ. Παιριού χαbάρ΄ ντεν έχουν και κοριτσ̑ού κωλομυρίζουν (Στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν, ενν. για επικείμενο γάμο και στου κοριτσιού κλάνουν˙ όταν κάποιος κάνει σχέδια εν αγνοία των εμπλεκομένων) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αερίζω :2, κλάνω, τισέω