κλάνω
(ρ.)
κλάνω
[ˈklano]
Ανακ., Αξ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
κλάνου
[ˈklanu]
Μισθ., Σίλ.
κουάνω
[ˈkwano]
Φάρασ.
Αόρ.
έκλασα
[ˈeklasa]
Σίλ.
Υποτ.
κλάσω
[ˈklaso]
Ανακ., Αξ., Ουλαγ.
κλάσου
[ˈklasu]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. κλάνω = πέρδομαι, από το αρχ. ρ. κλῶ = σπάζω με μεταπλ. από τον αόρ. ἔκλασα αναλογ. προς τα ρ. σε -νω.
Κλάνω, πέρδομαι
ό.π.τ.
:
Κάλια κλάνεις
(Μην τυχόν και σου φύγει καμιά κλανιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το σ̑οιρίδι τζας δεβαίνκε σον ασλάνο μ̟προ, 'υρίστη τον κων του τζ’ έκουασεν σο μυτί του 'γνέντα
(Το γουρούνι καθώς περνούσε μπροστά από το λιοντάρι, γύρισε τον κώλο του και έκλασε μπροστά στην μύτη του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
’υρίστη τον γκω του τσ̑αι έκ-κουασεν σο μυτί του ’γνέντα
(Γύρισε τον κώλο του και έκλασε στην μύτη του απέναντι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
|| Φρ.
Κλάνου μύτα σ'
(Κλάνω στην μύτη σου· ύβρις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κλάνει σι Σ̑ιφώτης
(Σε κλάνει ο Σιφώτης˙ το έλεγαν σε μικρά παιδιά, αν ατακτούσαν κατά την διάρκεια του 12ημέρου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σο πεζόν ντο πιθάρ' μη κουάν'
(Στο κενό πιθάρι μην κλάνεις˙ μη ματαιοπονείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μο 'ς χώρας τον κω κουάνεις
(Με ξένο κώλο κλάνεις˙ γι' αυτούς που αναδεικνύονται χάρη στον κόπο άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
-Τιζ έκουασε; -Η νύφη έκουασε
(-Ποιος έκλασε;-Η νύφη έκλασε˙ πάντα βρίσκεται ένα εξιλαστήριο θύμα για όλα τα κακά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αν gλάνεις, το βρώμοζ του αψούσ̑κα ακούγεται
(Αν κλάνεις, η βρώμα του γρήγορα γίνεται αισθητή˙ τα παραπτώματα γρήγορα γίνονται γνωστά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γλυτσ̑ύ τρως, πικρά κουάνεις
(Γλυκά τρως, πικρά κλάνεις˙ οι αμαρτίες έχουν συνέπειες)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Μο σης χώρας τον κω μη κουάνεις
(Μην κλάνεις με ξένο κώλο˙ πρέπει κανείς να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
αερίζω :2